- οίομαι
- οἴομαι, επικ. τ. ὀΐομαι, συνηρ. τ. οἶμαι και ενεργ. τ. οἴω, επικ. τ. ὀΐω, λακων. τ. οἰῶ (Α)1. προαισθάνομαι, προμαντεύω, προβλέπω («γόον δ' ὠΐετο θυμός», Ομ. Οδ.)2. προσδοκώ, περιμένω να συμβεί κάτι3. υποπτεύομαι, υποψιάζομαι(«ἦ τινά που δόλον ἄλλον ὀΐεσαι», Ομ. Οδ.)4. φοβάμαι μήπως συμβεί κάποιο κακό5. (για αβέβαιο και αμφβλ. πράγμα) νομίζω, θεωρώ, υποθέτω, φαντάζομαι («οἶμαι βοὴν ἄμικτον ἐν πόλει πρέπειν», Αισχύλ.)6. υπολογίζω, συμπεραίνω ύστερα από υπολογισμό («ἤδη γὰρ αὐτοὺς οἴομαι δεδειπνάναι», Αριστοφ.)7. αντιλαμβάνομαι (πατὴρ δ' ἐμὸς αὐτίκ' ὀϊσθεὶς πολλὰ κατηρᾱτο», Ομ. Ιλ.)8. (παρενθετικώς το ενεργ. στο α' πρόσ., αλλά και το μέσ. συν. στον συνηρ. τ.) μού φαίνεται, πιστεύω, θαρρώ (α. «ἀλλ' ἐν πρώτοισιν, ὀΐω, κείσεσθαι οὐτηθείς», Ομ. Ιλ.β. «οὐ γάρ, οἶμαι, ὦ πάππε, Σάκας αὐτῷ οἰνοχοεῑ», Ξεν.)9. πιστεύω, θεωρώ κάτι σωστό («ᾠήθην, εἰ θᾱττον ἐμαυτοῡ γενοίμην κύριος, ἐπὶ τὰ κοινὰ... ἰέναι», Πλάτ.)10. (ως εμφαντική απάντηση σε ερώτηση) νομίζω ναι, έτσι νομίζω, έτσι πρέπει να νομίζει κανείς, εννοείται ότι αυτό θέλω να δηλώσω11. ενεργ. α) διανοούμαι, έχω κατά νου, προτίθεμαι, σκοπεύωβ) ελπίζω12. διαλογίζομαι, σκέπτομαι13. απρόσ. ὀΐεταισχηματίζεται εικασία, υπάρχει προαίσθηση («ἀλλά μοι ὧδ' ἀνὰ θυμὸν ὀΐεται», Ομ. Οδ.)14. φρ. α) «πῶς οἴει;», «πῶς οἴεσθε;»(για μεγαλύτερη επίταση τών λεγομένων) αδύνατο να φανταστείτε πόσο... («ἐξαίφνης πόθος τὴν καρδίαν ἐπάταξε πῶς οἴει σφόδρα», Αριστοφ.)β) «οἴομαι δεῑν»i) θεωρώ κάτι ως καθήκον μου, δηλ. είμαι αποφασισμένος, θέλω να κάνω κάτιii) θεωρώ ότι κάτι γίνεται εκ προθέσεως, εξεπίτηδες («[ὁ ἀκόλαστος] οἰόμενος δεῑν [διώκει τὰ ἡδέα]» — εκ προθέσεως επιδιώκει τα ευχάριστα, Αριστοτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Οι αρχαιότερες μορφές τού ρήματος οἴσ(σ)ασθαι και ἀνώϊστος οδηγούν σε αμάρτυρο τ. *ὀFίs-yομαι (> *ὀ(F)ίομαι > *ὄ(F)yομαι > οἴομαι). Επομένως, αρχικός τ. πρέπει να θεωρηθεί το ὀΐομαι / ὀἴω, από όπου με διφθογγισμό το οἴομαι / οἴω και με συγκοπή το αττ. οἶμαι (παρατ. ᾠόμην και ᾤμην). Η σύνδεση τού ρήματος με το λατ. ōmen «φήμη, οιωνός» δεν θεωρείται πιθανή. Κατ' άλλη άποψη, το ρ. οἴομαι (< *ὀ-ισ-yομαι) ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα τής ρίζας *eis-, που απαντά στο αρχ. ινδ. isyati «θέτω σε κίνηση» (πρβλ. οίμα) με πρόθημα ο-, ενώ κατ' άλλους ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τής ίδιας ρίζας. Η αναγωγή, παρ' όλα αυτά, τού ρήματος σε ρίζα *eis- «κινούμαι, ωθώ, παρακινώ» προσκρούει σε σοβαρές σημασιολογικές δυσχέρειες. Άλλη άποψη εξίσου αβέβαιη με τις προηγούμενες συνδέει το ρ. με τα αἰετός(βλ. λ. αετός), οἰωνός* και με το λατ. avis «πουλί, πτηνό», ενώ κατ' άλλους το ρ. οἴω (< *ω(F)ιyyω) συνδέεται με αρχ. ινδ. āvih «καθαρό, ευκρινές». Αλλοι, τέλος, ανάγουν το ρ. σε ρίζα *ә3wis- με λαρυγγικό φθόγγο. Το ρ. οἴομαι αναφορικά προς τα άλλα δύο δοξαστικά ρήματα ἡγοῦμαι και νομίζω εκφράζει μία άποψη με μετριοπάθεια και επιφύλαξη περισσότερο ως προαίσθηση, υποψία, υπόθεση, προσδοκία παρά ως βεβαιότητα. Τα ρ. ἡγούμαι και νομίζω, αντίθετα, εκφράζουν με σιγουριά, κύρος και υπευθυνότητα μία κρίση δοκιμασμένη και αποδεκτή].
Dictionary of Greek. 2013.